ἀπατήσει

ἀπατήσει
ἀπάτησις
beguiling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπατήσεϊ , ἀπάτησις
beguiling
fem dat sg (epic)
ἀπάτησις
beguiling
fem dat sg (attic ionic)
ἀπατάω
cheat
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἀπατάω
cheat
fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀπατάω
cheat
fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱πατήσει , ἀπατάω
cheat
futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱πατήσει , ἀπατάω
cheat
futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώνδας ή Ηρώδας — (3ος αι. π.Χ.).Μιμογράφος από την Κω. Το συγγραφικό έργο του τοποθετείται μεταξύ 275 και 245 π.Χ. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1891 έκανε γνωστούς εννέα (οι επτά πλήρεις) σύντομους μίμους του σε ιωνική διάλεκτο (ονομάζονται και μιμίαμβοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”